- ιάγος
- ο злобный человек, интриган, склочник, доносчик (по имени Яго из «Отелло» Шекспира)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Ιάγος — ο 1. πρόσωπο της τραγωδίας του Σαίκσπηρ «Οθέλος». 2. μτφ., άνθρωπος δόλιος, σκευωρός, συκοφάντης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αζούλιαστος — και ιαχτος και ιαγος, η, ο [ζουλιάζω] ο αζούλιστος … Dictionary of Greek
αμάτιαστος — και ιαγος και ιαχτος, η, ο [ματιάζω] 1. αυτός που δεν ματιάστηκε, αβάσκαντος, αβασκάνιστος 2. ο μη επιδεκτικός βασκανίας, αυτός που δεν τόν πιάνει το μάτιασμα … Dictionary of Greek
Μέγκουλας, Νικόλαος — (Σύρος 1868 – Μυτιλήνη 1911). Ηθοποιός του θεάτρου. Πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση το 1886 με τον θίασο του Σ. Αλεξιάδη, ο οποίος υπήρξε και ο πρώτος του δάσκαλος στη θεατρική τέχνη. Γρήγορα διακρίθηκε και υπήρξε ένας από τους πρώτους που… … Dictionary of Greek